compressor

Η.Π.Α. [kəmˈpresər]
Η.Β. [kəmˈpresə(r)]
  • n.压缩机;压气机
  • Web压缩器;压限器;空压机
Πληθυντικός αριθμός:compressors  
Compressor
n.
1.
压气机;压缩机a machine that compresses air or other gases

Ενδεικτική πρόταση

Ορισμός:
Κατηγορία:ΌλεςΌλες,ΠροφορικήΠροφορική,ΓραπτήΓραπτή,ΤίτλοςΤίτλος,ΤεχνικήΤεχνική
Προέλευση:ΌλεςΌλες,ΛεξικόΛεξικό,WebWeb
Δυσκολία:ΌλεςΌλες,ΕύκολοΕύκολο,ΜέτριοΜέτριο,ΔύσκολοΔύσκολο